ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΉ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
Να πάρετε συνέντευξη από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας από το οικογενειακό ή ευρύτερο περιβάλλον σας σχετικά με το θέμα της προίκας.
Η
προίκα τότε
Στην Κεφαλονιά….
Αφηγείται ο παππούς Θεμιστοκλής Λαζαρής.
Εγώ:
Η προίκα… Τι ίσχυε όταν ήσουν μικρός στην Κεφαλονιά όσον αφορά την προίκα;
Παππούς: Η προίκα… Τότε κανένας δεν παντρευότανε χωρίς να έχει προίκα…
Εγώ:
Ήταν πολύ αυστηρό;
Παππούς: Ναι… Και το θεωρούσανε κι ολίγον τι ντροπή να παντρευτεί ο άλλος και
να μην πάρει τίποτε. Προίκα δίνανε χωράφι, εδίνανε ακόμα πρόβατα… Δηλαδή, αν
είχε ένας πρόβατα, τα ‘δινε στο παιδί του οχτώ-δέκα πρόβατα και ήταν μέσα στην
προίκα. Τα άλλα πράγματα ήτανε τα ρούχα που ήταν από έξι, ήταν από δώδεκα,
εξαρτάται την ευημερία που είχε το κάθε σπίτι. Πιο παλιά, τα γράφανε και
γινόταν το προικοσύμφωνο. Ότι τόσα παράλαβε κλπ. κλπ. Τα τελευταία χρόνια όμως
αυτά καταργήθηκαν. Γιατί στην Κεφαλονιά έχουμε το ανάποδο. Δεν το έπαιρνε η
κοπέλα το σπίτι, όχι… Άρα στην προίκα δεν περιλαμβανότανε σπίτι… Στην Κεφαλονιά
ήτανε ντροπή να μείνει ο γαμπρός στο σπίτι της
γυναίκας του. Γινότανε «σώγαμπρος». Και κανένας δεν πήγαινε… Πολύ
σπάνια, δε θυμάμαι κανέναν να πήγαινε στο σπίτι της γυναίκας του.
Εγώ:
Και δηλαδή οι νύφες ήτανε αρεστές με την προίκα που είχανε ή ήταν απλά μια
συνήθεια;
Παππούς: Όχι, εμπόριο ήτανε… Εκείνες που είχανε πιο πολύ προίκα τις
«χτυπούσανε» περισσότερο… Προικοθήρες, βέβαια… Κι άλλα πολλά για την προίκα τα
οποία δε θυμάμαι από τότε, πιο παλιά από μας… Ε, μετά τους σεισμούς
καταργήθηκαν. Ή τρόπος του λέγειν καταργήθηκαν. Θυμάμαι πολύ αργότερα μια
γνωστή μου που παντρεύτηκε τα βγάλανε σε δημοπρασία
τα προικιά της. Κι ακόμα, πάντως μετά τους σεισμούς δεν ήταν πια όπως ήταν
πριν.
Εγώ:
Και οι πιο φτωχοί πώς μάζωναν την προίκα;
Παππούς: Εντάξει, οι πιο φτωχοί… Παντρευόντουσαν και κορίτσια χωρίς να έχουν
τίποτα… Παντρευόντουσαν και κορίτσια με δανεικά φορέματα, ξέρω ‘γω. Αλλά, πολύ
σπάνια… Όλες είχανε κουτσά-στραβά ολίγον τι την προίκα τους.
Εγώ:
Την φτιάχνανε και μόνες τους, ας πούμε;
Παππούς: Ναι, η προίκα ήτανε το πρώτο τους μέλημα, μεγαλώνοντας έπρεπε να
φτιάσουνε την προίκα τους… Τα κεντήματά τους… Φτιάναν γενικά τα προικιά τους.
Πηγαίνανε την Πέμπτη του γάμου και τα παίρνανε από τη νύφη και μετά, φανών και
λαμπάδων, τα πηγαίνανε στο σπίτι του γαμπρού. Εστρώναν το κρεβάτι και ‘βάζαν τα
καλύτερα επάνω. Μάλιστα… Να σκεφτείς ένα: ότι εκεί δεν πάνε μαζί· πάει το σόι
της νύφης, στη νύφη· το σόι του γαμπρού στον γαμπρό. Τρώνε, πίνουνε, γλεντάνε…
Και στον γάμο που γίνεται, πάλι το ίδιο γίνεται. Γινότανε… Καθένας στους δικούς
του. Δε σμίγανε, να πάνε όλοι μαζί.
Εγώ:
Και μετά τον γάμο, το τραπέζι γινότανε χωριστά;
Παππούς: Ναι, ναι…
Εγώ:
Σε άλλα σπίτια δηλαδή;
Παππούς: Ναι! Το σόι του άντρα στο σόι του, και της γυναίκας στο σόι της. Κι η
νύφη μαζί με το σόι της, κι ο γαμπρός με το σόι του! Και απλώς την άλλη μέρα,
που ερχόντουσαν από τον γαμπρό, για να πάρουνε τη νύφη, γινότανε η στέψη, ο
γάμος. Και κατόπι, όταν τη φέρνανε στο σπίτι του γαμπρού, εκεί θα γινότανε το
ανάλογο κέρασμα για όλους τους καλεσμένους που ήρθανε. Και κατόπι, γυρίζανε στα
σπίτια τους, αλλά το πολύ γλέντι γινότανε εκεί που έμενε η νύφη, στο σπίτι του
γαμπρού. Στο σπίτι της νύφης ελάχιστα, είχε τελειώσει πλέον, αλλά γλεντάγανε κι
εκείνο το βράδυ.
Εγώ:
Ήταν δηλαδή ολόκληρη ιεροτελεστία!
Παππούς: Ναι, οπωσδήποτε! Ήτανε το άλλο θέμα το εξής, ότι τότε που δεν
υπήρχανε κουφέτα κλπ. εμοιράζανε μύγδαλα. Ναι! Και κατά την περιφορά του «Ησαΐα
χόρευε», επετάγανε στα κεφάλια αντί για ρύζι ή κουφέτα… πετάγανε μύγδαλα.
Εγώ:
Υπήρχε περίπτωση, λόγω της αυστηρότητας του θεσμού της προίκας, οι πιο φτωχοί
να μη θέλουνε να κάνουνε κόρες; Να το βλέπουν λίγο σαν βάρος;
Παππούς: Όχι… Γιατί όλοι ελπίζανε πως θα μπορέσουν. Σε κάποιες περιπτώσεις
υπήρχανε κι οκτώ, κι εννιά κορίτσια. Πάντως, σήμερα, το μόνο που έχει μείνει,
ήτανε το εξής: ότι όταν ήτανε μακριά τα χωριά της νύφης, δηλαδή το ένα χωριό
εδώ και το άλλο πολύ μακριά, και δεν υπήρχανε τότε αυτοκίνητα, πηγαίνανε με τα
ζώα. Και πήγαινε με τα ζώα κι ο γαμπρός να πάρουνε τη νύφη… ‘Παίρναν τα ζώα,
όσοι είχαν άλογα ή μουλάρια ήταν σαν να ‘χεις αυτοκίνητο πολυτελείας σήμερα, οι
άλλοι ήταν με τα γαϊδουράκια. Αλλά θα τα στολίζανε, με πολύχρωμα στολίδια, και
θα πηγαίνανε και τα παίρνανε και στον γυρισμό, θα γυρίζαν πάλι όλα τα ζώα στο
σπίτι του γαμπρού! Και θα ήτανε μπροστά ο γαμπρός και η νύφη με μουλάρια,
άλογα, και οι υπόλοιποι ακολουθούσαν από πίσω… Και γέμιζε ο κόσμος γαϊδουράκια!
Αυτό ήτανε…
Εγώ:
Πάντως, μπορούσε, αν δεν είχε και προίκα να μείνει στο ράφι, να μην παντρευτεί
ποτέ...
Παππούς: Ε, ναι, συνέβαινε κι αυτό, συνέβαινε… Αν ήταν και κακομοίρα, σίγουρα!
Δηλαδή, αν δεν ήταν όμορφη. Και γι’ αυτό λέγανε «τι πήρε την ξεβράκωτη;» ή
«αυτή πήρε τον ξεβράκωτο;»… Γιατί υπήρχαν και αντίθετες περιπτώσεις… Να ‘χει η
νύφη και να μην έχει ο γαμπρός…
Εγώ:
Και τι γινότανε με τις προξενήτρες;
Παππούς: Πηγαίνανε πάντα δυο-τρεις μαζί… Δεν ξέρω αν παίρνανε λεφτά…
Εγώ:
Το είχαν δηλαδή σαν επάγγελμα;
Παππούς: Ε, όχι ακριβώς… Αλλά, πολύ συχνά ερχόταν και στου λέγανε «Ξέρεις
κάτι; Μωρέ την κόρη να την δώσεις στον Αντρέα;», όχι ακριβώς σαν επάγγελμα…
Αλλά, από παινέματα άλλο τίποτα. Πάντως, αν ήτανε δύσκολη περίπτωση παίρνανε
και χρήματα. Το δώρο τους, κάτι. Ειδικά, αν ήταν πειστικές. «Είναι καλό παιδί,
θα σ’ έχει βασίλισσα…» Αλλά το θέμα ήταν ότι ο γάμος γινόταν γιατί το ‘θελε ο
γονιός, όχι γιατί το ‘θελε το παιδί!
…και στη Σίφνο.
Αφηγείται η γιαγιά Σμαράγδα Λαζαρή.
Εγώ:
Γιαγιά, τι ίσχυε σ’ εσάς;
Γιαγιά: Σ’ εμάς; Απαραιτήτως, αν είχες κορίτσια έπρεπε να ‘χουν και το σπίτι
τους. Όχι ότι δεν παντρευόσουνα αν δεν είχε σπίτι… Όχι ότι ήταν κακό να πας, αν
είχε ο γαμπρός, σε δικό του σπίτι… Μπορούσες να πας! Αλλά, ως επί το πλείστον,
πήγαινε εκείνος στο σπίτι της κοπέλας. Και φυσικό είναι, ότι οι μάνες
φροντίζανε να κάνουνε, λέει, την προίκα του παιδιού. Σεντόνια, πετσέτες… Και
μέχρι που να παντρευτεί το παιδί, αυτά είχανε γίνει «αντίο χρονό»! Εν πάση
περιπτώσει… Δεν έχει σημασία! Σημασία έχει ότι γεμίζαν το μπαούλο και λέει «εγώ
της έκανα τόσα σεντόνια», «εγώ της έκανα…»
Εγώ:
Περηφάνια, ε;
Γιαγιά: Ναι! Και σου λέω, και μετά, όταν εκείνη παντρευότανε, κι είχαν έρθει
καινούρια, δεν τα ‘θελε!
Εγώ:
Τα έβαζε ας πούμε σ’ ένα ράφι και τα είχε για επίδειξη!
Γιαγιά: Όμως, όλο το νταβαντούρι γινότανε στην ενορία της νύφης, στο σπίτι
της νύφης…
Εγώ:
Α, ήταν δηλαδή το ανάποδο απ’ ότι στην Κεφαλονιά;
Γιαγιά: Το εντελώς ανάποδο! Δεν στρώναμε κρεβάτια, τώρα το κάμανε αυτό… ότι
στρώνουνε κρεβάτι, για τον όβολο. Τότε, δεν θυμάμαι να στρώναμε κρεβάτι.
Φυσικά, θα το στρώνανε μεταξύ τους. Ο γάμος γινότανε…
Εγώ:
Το γλέντι; Μαζί;
Γιαγιά: Μαζί! Μαζί το γλέντι, ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία, στην ενορία της
νύφης. Γινόταν ο γάμος, και μετά πηγαίνανε στο σπίτι της νύφης. Τότε, γιατί
τώρα πάνε όπου θέλουνε…
Εγώ:
Όλοι μαζί;
Γιαγιά: Όλοι μαζί. Και γινότανε το κέρασμα και, συν τοις άλλοις, το γλέντι,
το οποίο δε διαρκούσε μονάχα ένα βράδυ! Έπρεπε να ξημερώσει, να φύγουνε, να
πάνε στην κουμπάρα τα βιολιά…
Εγώ:
Και πότε κοιμότανε;
Γιαγιά: Αφήναν τη νύφη για να κοιμηθούνε –υποτίθεται να κοιμηθούνε–, και μετά
ξαναγυρίζανε για να τους ξυπνήσουνε. Για να συνεχιστεί το γλέντι. Αφού ‘βράζαν
και τα κοτόπουλα για να κάμουνε και το τραπέζι, το συμπόσιο… Άσε που το πρωί,
όσοι ήτανε κυνηγοί, πηγαίναν απέξω απ’ το παράθυρο της κοπέλας, του ζευγαριού…
Και μπαμ-μπουμ, άκουγες τώρα εσύ, αν ήμουνα στα ‘Ξάμπελα εγώ, κι έλεγες στον
Αρτεμώνα, στο Πετάλι: «Άκου! Ξυπνήσανε! Τουφεκιές πέφτουνε!». Αυτά ήταν τα
«ξυπνητικά». Δεν πρόλαβα εγώ βέβαια αυτές τις αηδίες που κάνανε στ’ άλλα χωριά,
κάτι σεντόνια και βλακείες… Και ξανασυνεχίζανε το γλέντι, και μπορούσε να
κρατήσει και τρία βράδια. Εκεί, συνέχεια… ‘Φεύγαν απ’ τον κουμπάρο στην
κουμπάρα… Αλλά, δεν είπαμε το κυριότερο: μετά από όλο αυτό το γλέντι του γάμου
που γινότανε έπρεπε να φύγουν τα βιολιά, να πάνε στον γαμπρό, στο σπίτι του και
να ‘φέρουν το μπαούλο, τα ρούχα του! Και φυσικά, δεν είχαμε αυτοκίνητα, έπρεπε
να ‘χουν άλογο να το φορτώσουνε, να το στολίσουνε εκεί με λουλούδια κι άντε
πάλι λίρι-λίρι-λίρι ο δρόμος για να πάει το μπαούλο, και τραγούδια συνέχεια!
Εγώ:
Ευκαιρία ψάχνανε για να γλεντήσουνε!
Γιαγιά: Ναι, ναι, ναι! Η αλήθεια να λέγεται. Κρατούσε ένας γάμος ΠΑΡΑ πολύ. Η
δε νύφη, έπρεπε να περάσουν οκτώ μέρες μάλλον, για να λειτουργήσουν στις οκτώ
μέρες τα στέφανα και να βγει απ’ το σπίτι μετά. Κι ο γαμπρός, φυσικά δε
δεσμευόταν από τίποτα. Επήγαινε στη δουλεία του, όταν είχε την όρεξη και τη
διάθεση. Και η ζωή συνεχίζεται… Δεν είχε έτσι και κανένα παρατράγουδα… Τώρα αν
ήτανε αυτή ματσωμένη… Υπήρχανε γαμπροί που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα, και
φυσικά επιδιώκανε να πάρουνε μια που είχε περιουσία. Θες χωράφια, θες τα
σπίτια, θες… ήταν ευκατάστατη! Η φουκαριάρα η δική μου μάνα είχε τρεις κόρες!
Έπρεπε να ‘χει τρία σπίτια! Πού να τα βρει;
Εγώ:
Η προίκα δηλαδή ήταν μόνο στοιχείο περηφάνιας και έθιμο ή υπήρχε και ένας φόβος
ότι μπορεί κάποια κόρη να έμενε στο ράφι;
Γιαγιά: Άμα ήταν η συμπεθέρα στριμμένη, δεν την ήθελε τη νύφη, γιατί δεν είχε
σπίτι! Και υποχρεούνταν να της κάνουνε σπίτι, και έβλεπες τα αδέρφια να θαλασσοπνίγονται, γιατί μόνο η θάλασσα
είχε χρήματα, για να κάνουν της αδερφής τους σπίτι. Άλλο πάλι αυτό το κακό! Δεν
παντρευόνταν τ’ αγόρια, αν δεν παντρευτεί το κορίτσι! Κι ήτανε στα βαπόρια να
φέρουν χρήμα. Και σου λέγανε «Κοίταξε ο αδερφός της τι της έστειλε, κοίταξε ο
αδερφός της τι της έστειλε!» Λεφτά, κι έκανε ένα σπίτι ωραίο! Και μετά αφού το
‘καμε η μία, έπρεπε να το ‘κάμει κι η άλλη!
Εγώ:
Αν χωρίζανε, η προίκα επιστρεφότανε;
Γιαγιά: Ναι, η προίκα επιστρέφεται. Αν είναι γραμμένα στο προικοσύμφωνο, αν
δεν είναι…
Θεμιστοκλής Λαζαρής, Α3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου