ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ (γεωγραφικές ποικιλίες της γλώσσας)
1. Κυπριακή διάλεκτος
Ωω ασιερομπάζω τζιαι
έρκουμαι
αυκήν στον μαχαλλάν σου
ωω να δω τα μαύρα μμάθκια σου
ν'ακούσω την λαλιάν σου.
Ωω ΄εχω κοντά σου μιαν ριτζιάν
τζιαι θέλω να περάσει
ωω ν'αφήκεις το κορμάτζιιν μου
στ'αγκάλια σου να πνάσει.
Ωω ξύπνα θκιαμαντοπούλα μου
τζι' ήρτα στην γειτονιά σου
να δώ είνταμπου κάμνουσιν
τα γειτονόπουλά σου.
αυκήν στον μαχαλλάν σου
ωω να δω τα μαύρα μμάθκια σου
ν'ακούσω την λαλιάν σου.
Ωω ΄εχω κοντά σου μιαν ριτζιάν
τζιαι θέλω να περάσει
ωω ν'αφήκεις το κορμάτζιιν μου
στ'αγκάλια σου να πνάσει.
Ωω ξύπνα θκιαμαντοπούλα μου
τζι' ήρτα στην γειτονιά σου
να δώ είνταμπου κάμνουσιν
τα γειτονόπουλά σου.
( σχολιασμός του παραπάνω τραγουδιού δοσμένος με τον ιδιαίτερο τρόπο του αγαπημένου καλλιτέχνη)
2. Ποντιακή διάλεκτος
Την πατρίδαμ' έχασα,
άκλαψα και πόνεσα.
Λύουμαι κι'αρόθυμο, όι-όι
ν' ανασπάλω κι' επορώ.
Μίαν κι' άλλο ΄σην ζωή μ'
σο πεγάδι μ' σην αυλή μ'.
Νέροπον ας έπινα, όι-όι
και τ' ομμάτα μ' έπλυνα.
Τά ταφία μ' έχασα
ντ' έθαψα κι' ενέσπαλα.
Τ' εμετέρτς αναστορώ, όι-όι
και ΄ς σο ψυόπο μ' κουβαλώ.
Εκκλησίας έρημα,
μοναστήρα ακάντηλα,
πόρτας και παράθυρα, όι-όι
επέμναν ακρόνυχτα.
άκλαψα και πόνεσα.
Λύουμαι κι'αρόθυμο, όι-όι
ν' ανασπάλω κι' επορώ.
Μίαν κι' άλλο ΄σην ζωή μ'
σο πεγάδι μ' σην αυλή μ'.
Νέροπον ας έπινα, όι-όι
και τ' ομμάτα μ' έπλυνα.
Τά ταφία μ' έχασα
ντ' έθαψα κι' ενέσπαλα.
Τ' εμετέρτς αναστορώ, όι-όι
και ΄ς σο ψυόπο μ' κουβαλώ.
Εκκλησίας έρημα,
μοναστήρα ακάντηλα,
πόρτας και παράθυρα, όι-όι
επέμναν ακρόνυχτα.
( Την πατρίδα μου έχασα, έκλαψα και πόνεσα
Κι΄ αροθυμώ = νοσταλγώ,επιθυμώ έντονα.
Ν΄ανασπάλω κι'επορώ = να ξεχάσω δεν μπορώ.
Μίαν κι'άλλο = Άλλη μιά φορά η καλύτερα γιά ακόμα μιά φορά.
Ντ'έθαψα κι'ενέσπαλα = Αυτούς πού έθαψα δεν (τούς)ξέχασα.)
3. Κατωιταλική διάλεκτος ή Γ(κ)ραικάνικη -
Ελληνόφωνα χωριά Καλαβρίας
Sto korafaissu ssianonna
linari Στο χωραφάκι σου
μάζευα λινάρι
Ce`derlampisa mesa sto chloro και άστραψε μέσα στο πράσινο
Sekundu motti skonnete o fengari όπως όταν σηκώνεται το φεγγάρι
Atto krovattitu orio,parefto. απ`το κρεβάτι του, ωραίο, λαμπρό.
Agapi mou fidella protini Αγάπη μου πιστή, πρώτη
Puru ti nifta iss`innu se toro και τη νύχτα στον ύπνο σε βλέπω
Ivo fsunnontas`e se vrisko`ci ξυπνώντας δε σε βρίσκω εκεί
Ce is ta mala klamata arcino. και αρχίζω να κλαίω πολύ πολύ.
Tin agapi mou vale sti fsichi Την αγάπη μου βάλε στην ψυχή σου,
Sekundu sti kardiammu tin vasto όπως την κρατώ εγώ στην καρδιά μου
Ius panta sto kosmo pai`to zisi έτσι πάντα στον κόσμο πάει η ζωή
Sekundu s`agapune n`agapisi όπως σ`αγαπάνε ν`αγαπήσεις.
Ce`derlampisa mesa sto chloro και άστραψε μέσα στο πράσινο
Sekundu motti skonnete o fengari όπως όταν σηκώνεται το φεγγάρι
Atto krovattitu orio,parefto. απ`το κρεβάτι του, ωραίο, λαμπρό.
Agapi mou fidella protini Αγάπη μου πιστή, πρώτη
Puru ti nifta iss`innu se toro και τη νύχτα στον ύπνο σε βλέπω
Ivo fsunnontas`e se vrisko`ci ξυπνώντας δε σε βρίσκω εκεί
Ce is ta mala klamata arcino. και αρχίζω να κλαίω πολύ πολύ.
Tin agapi mou vale sti fsichi Την αγάπη μου βάλε στην ψυχή σου,
Sekundu sti kardiammu tin vasto όπως την κρατώ εγώ στην καρδιά μου
Ius panta sto kosmo pai`to zisi έτσι πάντα στον κόσμο πάει η ζωή
Sekundu s`agapune n`agapisi όπως σ`αγαπάνε ν`αγαπήσεις.
4. Τσακώνικη διάλεκτος
Μιλιέται στην περιοχή της νότιας Κυνουρίας της Αρκαδίας.
Από την αρχαιότητα έως το 1912 η περιοχή της νότιας Κυνουρίας ανήκε στην
αρχαία Σπάρτη και το νομό Λακωνίας αντίστοιχα.
Τα τσακώνικα
είναι επιβίωση της αρχαίας ελληνικής και το μοναδικό γλωσσικό ιδίωμα, από αυτά
που κρατούν από τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, το οποίο έμεινε ζωντανό -
δηλαδή ομιλούμενο - τουλάχιστον στον ελλαδικό χώρο.
Το
γάμο τα Μαρούα «Στον γάμο τής Μαρούλας» (αφήγηση, από Δ. Λάτση, Ημερολόγιον
τσακωνικόν τού έτους 1896, διορθωμένο από τον Αθ. Κωστάκη)
Εζάκαϊ (*εδιάβ(η)κασι, ρ. διαβαίνω) τ‘ον
άγιε, σ’ εστεφανούκαϊ, τσ’ από τσι σ’ έκατσ’ούκαϊ του τσουφάλε σου με κουφέτε
χοντροί από το δίσκο τσ’ ετσαφήκαϊ (< αφήκασι) κ‘αμπόσοι κουμπούρε, εμπαήκαϊ
από τον άγιε Στράκηγο τσ’ αρχιñίαϊ dίντε τα βιολjία. Α Μαρούα έκι καμαρούνα.
«Μα για ξείκα, Τζελjίνα, καμάžι π‘οι ñ’ εν’ έχα α ñύιθη», εκ’ αούα α Γιωργού.
Έκι α τύχη σι να καοτσιτάτσει. Μαγάžι να ’γκι καοτσυτέντε έτρου τσ’ οι σατέρε
νάμου…
Απόδοση
Πήγαν στην εκκλησία, τους στεφάνωσαν και αφού τους
έσπασαν τα κεφάλια τους με κουφέτα χοντρά από τον δίσκο και έριξαν καμπόσες
κουμπουριές, βγήκαν από τον άγιο Στρατηγό και άρχισαν να παίζουν τα βιολιά. Η
Μαρούλα καμάρωνε. «Μα για κοίτα, Αγγελίνα, καμάρι που το ’χει η νύφη», έλεγε η
Γιωργού (η γυναίκα τού Γιώργου). Ήταν η τύχη της να καλοπέσει. Μακάρι να
καλόπεφταν έτσι και οι θυγατέρες μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου