ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
Αλλάζοντας την οπτική γωνία στην αφήγηση να ξαναγράψετε μια σκηνή του τραγουδιού (ή ολόκληρο το έργο) μέσα από τη φωνή ενός από τους ήρωές του
( Αρετή, μάνα, Κωνσταντής)
Με τη φωνή της μάνας.
Εργασία της μαθήτριας Ελένης Μακροδημήτρη, Α3
Δεν την είχε δει ποτέ το φως του ήλιου… Το
πάλλευκο δέρμα της, τα ολόξανθα μαλλιά της, κρυμμένα στο σκοτάδι, φωτισμένα
μόνο απ’ τη σελήνη και τ’ άστρα. Τα μάτια της αναζητούν τον κόσμο, μα εκείνη
είναι προφυλαγμένη από αυτόν. Η
μονάκριβή μου κόρη, το φως της ψυχής μου θα είναι πάντα κοντά μου, δίπλα
μου…
Και τότε ήρθε μια μέρα γκρίζα, μια μέρα που
διέλυσε όλη αυτή την πλάνη, την ψευδαίσθηση στην οποία βρισκόμουν. Ήρθαν
ταξιδιώτες, από μακριά, πέρα απ’ την ανατολή, πέρα απ’ τον ορίζοντα για να την
πάρουν μαζί τους. Τη ζήτησαν σε γάμο, ζήτησαν να είναι μαζί τους για πάντα… Τα
λόγια αυτά μου με χτυπούν στην καρδιά. Οι γιοι μου αρνούνται. Οι οκτώ
τουλάχιστον. Ο Κωνσταντής όμως σκέφτεται με το μυαλό, όχι με την ψυχή. Παραμερίζει συναισθήματα, πάθη και επιμένει
να τη στείλουμε… Μου κρατάει το χέρι και
εν μέσω του παραλογισμού μου λέει κοφτά, καθαρά:
«Μητέρα, άκουσέ με… Όλα θα πάνε καλά, θα δεις.
Θα ταξιδεύω και δε θα νιώθω ξένος εκεί μακριά στην Ανατολή. Είναι δύσκολα στην
ξενιτιά. Πρέπει να συμφωνήσεις μαζί μου. Άκουσε με σε παρακαλώ…»
Εγώ όμως δεν ακούω, οι σκέψεις μου διανύουν
μονοπάτια σκοτεινά, δύσβατα.
«Γιε μου,
δεν μπορώ, δεν αντέχω… Όλα είναι καλά τώρα. Δεν ξέρουμε αν θα είναι όμως
σε λίγο. Τι θα γίνει αν ο θάνατος, η αρρώστια τυλίξουν το σπίτι μας και σα
χείμαρρος μας παρασύρουν μαζί τους; Ποιος θα μου φέρει την Αρετή τότε; Πες μου
ποιος;»
Μου ορκίζεται τότε πως ό,τι και να γίνει, ό,τι
και αν τύχει θα πάει να μου τη φέρει. Η φωνή του αντιλαλεί στη μικρή κάμαρα
και μου φαίνεται λες και αγγίζει τα
ουράνια. Πρέπει να την αφήσω. Έτσι και αλλιώς ο Κωνσταντής μου ορκίστηκε. Έβαλε
κριτή τον ουρανό και τους αγίους μάρτυρες. Είναι βαρύς ο όρκος. Πρέπει να
υποκύψω.
Λίγες μέρες μετά και την παρατηρώ όπως
κατευθύνεται προς τον ορίζοντα, καθώς φεύγει μακριά, ωσότου χάνεται μέσα σε
αυτή την απροσδιόριστη γραμμή που ενώνει τον ουρανό με τη γη.
Οι μέρες γίναν εβδομάδες. Οι εβδομάδες μήνες,
χρόνια και έφτασε η στιγμή που τα έχασα όλα. Ο θάνατος πήρε τους γιους μου
μακριά. Τους πήρε, σα σκιές που χάνονται στο σκοτάδι. Και ΄γω χαμένη. Ο θρήνος,
ο οδυρμός μου σκίζουν τον αιθέρα, όπως σκίζουν και τα σωθικά μου. Δάκρυα που
ποτίζουν το χώμα. Κραυγές που χάνονται στο κενό. Μια συντετριμμένη ψυχή.
Χιλιάδες κατεστραμμένα όνειρα…
Ο όρκος του γιου μου διακατέχει τις σκέψεις
μου. Εντείνει τον πόνο, την οδύνη, την
οργή. Ωρύομαι, τον καταριέμαι. Μου
ορκίστηκε, μου υποσχέθηκε και δεν τα κατάφερε. Αυτός φταίει. Η Αρετή μου λείπει
και φταίει μόνο αυτός. Τα δάκρυα πληθαίνουν. Η οργή μεγαλώνει… Χιλιάδες αναπάντητα
γιατί…
Το έδαφος σείεται. Οι βράχοι σπάνε… Ο
Κωνσταντής ξεπροβάλλει απ’ τα έγκατα της γης και ως οπτασία ανεβαίνει στα
ουράνια. Άλλη μια ψευδαίσθηση σκέφτομαι…
Βρίσκομαι πλέον βυθισμένη στο απόλυτο κενό. Το
σκότος περιβάλλει τα πάντα. Πέρασαν μέρες και τα δάκρυα στέρεψαν. Η ψυχή όμως
παραμένει διαλυμένη, συντετριμμένη. Ξάφνου ένας κτύπος σπάει τη σιωπή που
επικρατεί στο σπίτι. Η πόρτα…. Και τότε μια γλυκιά φωνή επιδρά σαν αντίδοτο στη
ματωμένη μου καρδιά.
«Σήκω μανούλα μου άνοιξε, σήκω γλυκιά μου
μάνα»
Αδύνατον σκέφτομαι…
«Μανούλα, εγώ είμαι η Αρετή σου»
Τρέχω, αγκαλιαζόμαστε και γινόμαστε και οι δυο
ψυχές του αιθέρα, διασκορπισμένες στο τίποτα και στο άπειρο…
Εξαιρετική η εργασία σου Ελένη!
ΑπάντησηΔιαγραφή