9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1922
"Καραβάνια θλιβερά σερνότανε στα σοκάκια σαν μια σειρά κάμπιες. Κορμιά κυρτωμένα, πρόσωπα χολιασμένα, χαλκοπράσινα, χείλη ξερά, ασπρισμένα. Ήτανε πρόσφυγες που φτάσανε απ' το εσωτερικό. Σέρνανε μαζί τους μπόγους, τσομπλέκια, μπαούλα, κονίσματα, φορεία μ' αρρώστους, κατσίκες, κότες, σκύλους. Οι εκκλησιές, οι στρατώνες, τα σκολειά, οι αποθήκες, οι φάμπρικες, όλα γέμισαν πρόσφυγες, βελόνι νά 'ριχνες δε θά ΄πεφτε"
Διδώ Σωτηρίου
" Πρόσφυγες που ξεκινούσαν από μέρη που βρίσκονταν μέχρι και 240 χιλιόμετρα στο εσωτερικό κατευθύνονταν κοπαδιαστά προς τα παράλια και τη Σμύρνη. Στην αρχή έφταναν με τα τακτικά δρομολόγια των τρένων ή με τις άμαξες. Κουβαλούσαν μπόγους με κουβέρτες και χράμια, λίγα σκεύη που είχαν πάρει από τα σπίτια τους, ίσως και μερικά ζώα. Καθώς η μακρινή πραγματικότητα του πολέμου ολοένα πλησίαζε, η φυγή του κόσμου ακολουθούσε ξέφρενο ρυθμό: δέκα, μετά είκοσι, κατόπιν τριάντα χιλιάδες πρόσφυγες την ημέρα. Οι λίγες αποσκευές που όλο και λιγόστευαν προμήνυαν το τρελό φευγιό που θα ακολουθούσε μπροστά στη φωτιά και τη σφαγή. Το χάραμα της 7ης Σεπτεμβρίου βρήκε ολότελα απογυμνωμένα πλήθη ανθρώπων που παρέπαιαν, γυναίκες που θρηνούσαν την πρώτη τους οικογενειακή τραγωδία, μανάδες χωρίς φαΐ για τα μωρά τους, οι οποίες είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα μεγαλύτερα παιδιά τους σε χωριά στο δρόμο. Η μεγάλη προκυμαία της Σμύρνης είχε γεμίσει πλέον ασφυκτικά από εξόριστους που κατασκήνωναν και κοιμούνταν εκεί απλώνοντας χράμια και κουβέρτες για να προφυλαχτούν από το λιοπύρι…"
(Μέλβιλ Τσάτερ, δημοσιογράφος του National Geographic).
" Η πόλη άρχισε να γεμίζει πρόσφυγες από την ενδοχώρα. Έφταναν στη Σμύρνη κατά χιλιάδες και κατασκήνωναν στην παραλία. Είχαν γεμίσει τις εκκλησίες, τα σχολεία και τις αυλές της Y.M.C.A. και της Y.W.C.A. (τις αμερικανικές ΧΑΝ) καθώς και τα αμερικανικά σχολεία. Κοιμούνταν όπου έβρισκαν, ακόμη και στο δρόμο. Τις πρώτες μέρες πολλοί από αυτούς έβρισκαν ακόμη τρόπο να φύγουν με ατμόπλοια και άλλα πλωτά μέσα. Η αποβάθρα όμως γέμισε πολύ γρήγορα πρόσφυγες φορτωμένους τα απομεινάρια της περιουσίας τους. Παρουσίαζαν αξιοθρήνητο θέαμα. Όποιος άνθρωπος δεν έχει πάθει «ανοσία» μετά το Μεγάλο Πόλεμο, ένιωθε να του ραγίζει η καρδιά στη θέα εκατοντάδων αβοήθητων παιδιών…"
(Τζόρτζ Χόρτον, Πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη).
" Άλλοι πηδούν, σαλτάρουν σε ατμάκατους που διασχίζουν γοργά τα νερά κοντά στην προκυμαία, σε ρυμουλκά, φορτώνονται έτσι οι βάρκες, που βουλιάζουν από το βάρος τους, άλλοι κρέμονται οι μισοί μέσα στο νερό, άλλοι έως τον λαιμόν, άλλοι πνίγονται σωρηδόν μ’ ένα ξεφώνημα που σβήνει και εξαφανίζεται μαζί τους στον βυθό, και άλλοι σκαρφαλώνουν στα πλοία, τα γεμίζουν, στοιβάζονται στ’ αμπάρια τους, κρέμονται στα κατάρτια, στις σκάλες, πιάνονται από τα σκοινιά. Άλλοι παίρνουν την σκληρή απόφαση να προχωρήσουν πεζή προς τον Τσεσμέ. Προς τα εκεί τραβούν από προχθές ακατάπαυστα, μια ατελείωτη πένθιμη συνοδεία, αυτοκίνητα αμάξια, κάρα, άλογα, υποζύγια, ποδήλατα. Πολλοί πέφτουν στον δρόμο άλλοι κουτσαίνουν, άλλοι κοντοστέκονται, αλλά κανείς δεν τολμά ν’ αποφασίσει να κάτσει πουθενά για να ξεκουραστεί..."
(Κώστας Αθάνατος, δημοσιογράφος του «Ημερήσιου Τύπου»).
Ο πρόλογος έχει γραφεί. Ακολουθεί το κύριο μέρος του
δράματος με την είσοδο των Τούρκων στη Σμύρνη,
στις 9 Σεπτεμβρίου, σαν σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου