Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Του νεκρού αδερφού - Εργασία


ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ


Αλλάζοντας την οπτική γωνία στην αφήγηση να ξαναγράψετε μια σκηνή του τραγουδιού (ή ολόκληρο το έργο) μέσα από τη φωνή ενός από τους ήρωές του
( Αρετή, μάνα, Κωνσταντής)



Με τη φωνή της Αρετής.


Εργασία της μαθήτριας Ευαγγελίας Παπούλια ,  Α4



Λένε πως ο θάνατος σε βρίσκει όταν έχεις γεράσει και έχεις ζήσει. Μόνο που για εμένα ο θάνατός μου ήταν η ίδια η ζωή μου. Και ενώ το ημερολόγιο έδειχνε πως είμαι δώδεκα χρονών η καρδιά μου είχε ήδη νεκρώσει.

Τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Οι πόρτες κλειδωμένες. Η μητέρα με σπρώχνει προς το μικρό και άβολο μπάνιο, κρατώντας με δύναμη τους καρπούς μου. Προσπαθώ να ξεφύγω από το κράτημά της, αλλά ξέρω πως αν το σκάσω είναι ικανή να με βρει και να με γυρίσει τραβώντας με απ’τα μαλλιά στο σπίτι και έπειτα να με κλειδώσει για αρκετό καιρό στο πιο σκοτεινό μέρος του σπιτιού για να διαφυλάξει την αγνότητά μου.

Κοιτάζει γύρω της και μόλις συνειδητοποιεί την ύπαρξη ενός μικρού παραθύρου τρέχει πανικόβλητη να το κλείσει. Το σκοτάδι απλώνεται για μια ακόμη φορά παντού. Η μητέρα λέει πως το σκοτάδι είναι αγνότητα. Εγώ το ονομάζω τρέλα.

Δεν την βλέπω. Δε βλέπω τίποτα. Το μόνο που μπορώ να αισθανθώ είναι τη χτένα να μου χαιδεύει τα μαλλιά και να μου τα τραβάει γλυκά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είμαι ήρεμη. Για πρώτη φορά είμαι ήρεμη και γαλήνια. Κλείνω τα μάτια. Προσπαθώ να με φανταστώ στο φως. Δεν μπορώ. Έχω ξεχάσει πως μοιάζει. Ανοίγω τα μάτια και το σκοτάδι με κατασπαράζει για μια ακόμη φορά.

Ξαφνικά ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα του μπάνιου. Η φωνή του Κωνσταντίνου ακούγεται. Μας λέει να κάνουμε γρήγορα, γιατί ο γαμπρός από τη Βαβυλώνα σε λίγο θα βρίσκεται εδώ. Πρέπει να φορέσω το λευκό μου φόρεμα. Δεν έχω άλλη επιλογή.

Βρίσκονται γύρω από το ξύλινο τραπέζι. Η μητέρα στην κεφαλή και γύρω, γύρω τα εννιά μου αδέλφια. Γύρω από αυτό το τραπέζι ο καθένας κοιτάζει το συμφέρον του εκτός από εμένα. Εγώ βρίσκομαι ακόμα στο δωμάτιό μου και παρακολουθώ από την κλειδαρότρυπα το μέλλον μου. Με έδιωξαν σαν να μην είχα κανένα δικαίωμα πάνω στη ζωή μου. Μα τι λέω; Δεν έχω κανένα δικαίωμα πάνω σε τίποτα.

Αν και η μητέρα ήθελε να μείνω εδώ για να τη φροντίζω, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να φύγω. Ήθελε, λέει, να έχει έναν δικό του στα ξένα για να μην νιώθει ξένος.

Και κάπως έτσι έφυγα. Έφυγα για τη Βαβυλώνα με τον επί πέντε χρόνια μεγαλύτερο σύζυγό μου. Ακόμα και η άμαξα της επιστροφής ήταν σκοτεινή. Προσπαθούσαν να διαφυλάξουν την αγνότητά μου μέχρι τον γάμο.

Ο καιρός πέρασε και ο εφιάλτης μεγάλωσε και επεκτάθηκε αυτή τη φορά σε ολόκληρη τη σάρκα μου. Ήθελα να φύγω από το σκοτάδι και να πάω στο φως. Το φως όμως, είναι ακόμα πιο τρομακτικό από το σκοτάδι. Εκεί τα τέρατα έχουν πρόσωπο και σε κοιτάνε.

Ένα πρωί που ήμουν μόνη μου στο σπίτι ήρθε ο Κωνσταντίνος και με πήρε. Στην αρχή νόμιζα πως κάτι έπαθε η μητέρα. Τον ρώτησα αν έπρεπε να φορέσω τα μαύρα μου. Εκείνος όμως, με τράβηξε στο άλογό του, χωρίς να πει κουβέντα. Φαινόταν άρρωστος. Ίσως και νεκρός. Τα μαλλιά του, του είχαν πέσει και ήταν χλωμός. Στην αρχή τρόμαξα, άλλα έπειτα κατάλαβα. Ήταν όντως νεκρός.

Πίστεψα πως θα με πάρει μαζί του, αλλά εκείνος με άφησε στην πόρτα που είχε ξεκινήσει το μαρτύριό μου και έφυγε.

Ίσως τώρα η μοίρα να με αφήσει να φύγω...


5 σχόλια: