Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ





Παραλλαγές του “Νεκρού αδερφού”
Η πνευματική δημιουργία των βαλκανικών χωρών, επηρεασμένη από την κοινή ιστορία (εμπόριο, γλώσσα, κουλτούρα, κ.ά.), χαρακτηρίζεται συγχρόνως από τις ιδιομορφίες κάθε χώρας και περιοχής. Αξιοσημείωτα είναι τα κοινά παραμύθια και δημοτικά τραγούδια που υπάρχουν στην παράδοση όλων των χωρών. Ένα από αυτά είναι το τραγούδι που μιλά για τη γυναίκα ή την αγαπημένη του πρωτομάστορα, που θυσιάζεται και θάβεται στα θεμέλια μιας εκκλησίας ή ενός γεφυριού, προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο. Άλλο παράδειγμα είναι το τραγούδι που αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας με πολλούς γιους και μία κόρη. Όταν η μοναχοκόρη παντρεύεται σε ξένο τόπο, επιδημία θανατώνει όλους τους γιους, και τότε η μάνα παρακαλεί έναν από τους νεκρούς γιους της να φέρει πίσω την κόρη της. Ο γιος σηκώνεται από τον τάφο και ξαναφέρνει την αγαπημένη κόρη στη μάνα.



Από την ανθολογία βαλκανικής ποίησης Αίμος, Φίλοι του περιοδικού «ΑΝΤΙ», Αθήνα 2006




Η κόρη και τ’ αδέλφια της  (Σερβία)
Του Γιόβαν και της Γέλιτσα

Μάνα με τους εννιά τους γιους και με τη μια την κόρη
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη,
τους τάιζεν και τους πότιζεν, ώσπου να μεγαλώσουν.
Φτάσαν οι γιοι της για γαμπροί κι η κόρη της για νύφη,
κι ήρθαν να τη γυρέψουνε οι τρεις προξενητάδες.
Ο Στρατηγός κι ο Δέσποτας , από τους ξένους τόπους,
κι ο τρίτος ο προξενητής, ένας συγχωριανός τους.
Η μάνα λέει να παντρευτεί δικό τους συντοπίτη,
κι οι εννιά αδελφοί προκρίνουνε να πάει μακριά στα ξένα.
Στη Γέλιτσα, γλυκόλογα, της ζαχαρομιλούνε:
«Τράβ’ αδελφούλα στ’ ανοιχτά, στου Δέσποτα τα ξένα,
κι εμείς κοντά σου θα ‘μαστε του χρόνου κάθε μήνα,
κάθε βδομάδα του μηνός θα ‘ρχόμαστε κοντά σου.»
Κι υπάκουσεν τ’ αδέλφια της, τ’ αγαπημένα αδέλφια,
και πήγε και παντρεύτηκε, μακριά, στους ξένους τόπους.
Και μπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι,
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδελφοί πεθάναν,
κι’ έμειν’ η μάνα μοναχή, σαν καλαμιά στον κάμπο,
για τρεις ολόκληρες χρονιές στηθοδερνόνταν μόνη.
Μακριά, στα ξένα, η Γέλιτσα έκλαιγε τον καημός της:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο;
Τί να ‘πραξα στ’ αδέλφια μου και πώς να τα ‘χω βλάψει,
που χρόνους τρεις στο σπίτι μου δεν ήρθαν να με δούνε;»
Κι οι συννυφάδες γύρα της πικρά της απαντούσαν:
«Ποιος ξέρει τί τους έκανες, κακούργα συννυφάδα,
το φταίξιμό σου θα ‘ν’βαρύ, θα ‘ναι πολύ το κρίμα,
που πια μήτε στα μάτια τους δεν θένε να σε δούνε.»
Τ’ ακούει και σκουζ’ η Γέλιτσα, πλαντάζει από το κλάμα,
το δάκρυ ανάβει το πρωί και το κρατεί ως τη νύχτα.
Της κόρης το παράπονο, Θεός ψηλά τ’ ακούει
κι έστειλε δυο αγγέλους του να την παρηγορήσουν.
«Στη γης θα κατεβείτε ευθύς, κάτου στο κοιμητήρι,
στο μνήμα θα τραβήξετε, του Γιόβαν το κατάσπρο,
του πιο μικρού της αδελφού, του κανακάρη Γιόβαν.
Εκείθε θα φυσήξετε με την αγία πνοή σας,
κι άλογο ζωντανέψτε του τού τάφου τα λιθάρια,
γλυκές ζυμώσεις λιχουδιές από το μαύρο χώμα,
δώρα καλά, δώρα λαμπρά κόψτε απ’ τα σάβανά του,
και φτιάξτε τον και σιάξτε τον να πάει στην αδελφή του.»
Φτάνουν ταχείς σαν αστραπή στο κοιμητήρι οι άγγελοι,
στον άσπρο τάφο τράβηξαν του κανακάρη Γιόβαν,
κι απ’ τα λιθάρια τ’ άτι του φκιάξαν να να καβαλήσει,
μ’ άγια πνοή που φύσηξαν τον Γιόβαν ζωντανέψαν,
γλυκές ζυμώσαν λιχουδιές από το μαύρο χώμα,
και δώρα καλοταίριαξαν από το σάβανό του,
να πάει στη Γέλιτσα τρανός, να τον καλοδεχτούνε.
Στράτα τη στράτα διάβηκε γοργά ο ξεψυχισμένος,
κι έφτασε και τον είδανε στου παλατιού τ’ αγνάντι,
στη Γέλιτσα μηνύσανε κι έτρεξε να τον εύρει,
στον δρόμον εκατέβηκεν να τον προϋπαντήσει,
κι ως σμίγει η λύπη τη χαρά, τα μάτια της δακρύζουν.
Σφιχτογλυκαγκαλιάζονται, στο μάγουλο φιλιούνται,
και του ξομολογήθηκε την πίκρα, τον καημό της.
«Νυφούλα σαν με δώσατε πολύ μακριά στα ξένα,
δεν τάξατε, αδέλφια μου, που ήμουν μικρή και μόνη,
κάθε βδομάδα του μηνός πως θά ‘ρχεστε κοντά μου;
Σήμερα κλείνουν χρόνοι τρεις, δεν ήρθατε ποτέ σας.»
Κι άλλαξε λόγια και καημό, κι απόσωσεν μιλώντας:
«Φοβούμαι σε, αδελφούλη μου, πού ‘χεις πολύ μαυρίσει,
μου μοιάζει από του Χάροντα να ‘χεις σε μένα φτάσει.»
Παίρνει φωνή, λαλεί φωνή, μιλά ο ξεψυχισμένος:
«Σώπα, αδελφή, ξορκίζω σε, στων ουρανών τον Κύρη!»
Που νά ‘ξερες τα βάσανα που μού ‘στειλεν η μοίρα,
μέχρι τα οχτώ τ’ αδέλφια μας να τα καλοπαντρέψω,
και τις οχτώ νυφούλες μας, όλες να τις φροντίσω,
κι αφού τους καλοπάντρεψα, τίποτε μην τους λείψει,
έχτισα με τα χέρια μου εννιά λευκά σπιτάκια.
Τώρα, αδελφούλα μου, νογάς, πού ‘χω πολύ μαυρίει.»
Τρεις μέρες πέρασαν μαζί, μες στο λευκό τρεις μέρες,
κι η Γέλιτσα όλο βιαζόταν μαζί να ταξιδέψουν,
και δώρα ετοίμασε ακριβά, όλο αρχοντιά και χάρη,
μεταξωτά πουκάμισα των αδελφών διαλέχνει,
και για τις νύφες της, χρυσές βέρες και δαχτυλίδια.
Μα ως έλεε να κινήσουνε, τη σταματούσ’ ο Γιόβαν:
«Μη φύγουμε, αδελφούλα μου, στο σπίτι μας να πάμε
εδώ πριν έρθουν να σε δουν και τ’ άλλα μας τ’ αδέλφια.»
Μα η Γέλιτσα δεν θέλησε τα λόγια του ν’ ακούσει,
τ’ αρχοντικά τα δώρα της μαζώνει για να φύγουν.
Και θέλοντας μην θέλοντας, ξεψυχισμένε Γιόβαν,
ακολουθάς την αδελφή που πάει στο σπιτικό σας.
Στο σπίτι ως κοντοζύγωναν, στην εκκλησιάν απ’ όξω,
μαύρη φωνή, τρόμου φωνή σέρνει ο ξεψυχισμένος:
«Περίμενε, αδελφούλα μου, στην εκκλησιά για να ‘μπω
γιατί σαν τον παντρέψαμε τον μεσιανό αδελφό μας,
το δαχτυλίδι μού ‘πεσε κι η αρραβώνα εχάθη,
χρυσάφι ατόφιο, διαλεχτό και πάω για να το ψάξω.»
Και μες στο μνήμα μπαίνοντας ο Γιόβαν αφανίστη.
Κι η Γέλιτσα καρτέραγεν στην εκκλησιάν απ’ όξω
και πρόσμενε τον αδελφό, τον πεθαμένο Γιόβαν.
Ώρα πολλήν καρτέραγεν, μπήκε να τον γυρέψει.
Στο κοιμητήρι είδεν εννιά και νιόσκαφτους τους τάφους,
και το μαντάτο το πικρό δαγκάει τα σωθικά της,
που ο Γιόβαν πάει στου Χάροντα, με τ’ άλλα της τ’ αδέρφια.
Ευθύς κι αμέσως κίνησε στο σπίτι της να φτάσει,
κι έφτασε μόνη κι έρημη στη θύρα την κλεισμένη,
κι ακούει κοράκους κρώζουνε, κοράκους και θρηνούνε
Κι ουδέ κοράκοι κρώζουνε, κοράκοι ουδέ θρηνούνε,
μόν’ είναι ο θρήνος ο γοερός της γερασμένης μάνας.
Κλειστά παραθυρόφυλλα, μανταλωμένη η θύρα
και μ’ άσπρη μίλησε λαλιάν απ’ τ’ άσπρο της λαρύγγι:
«Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα,
δεν είμαι ο πικροχάροντας, η θυγατέρα σου είμαι,
κι ήρθα κοντά σου, η Γέλιτσα, από τους ξένους τόπους.»
Κατέβηκεν η μάνα της, την πόρτα της ανοίγει
και ξέσπασαν και δόθηκαν στο δάκρυ το μεγάλο,
κι αφού σφιχταγκαλιάστηκαν με τα λευκά τους χέρια,
κι οι δυο στη γης επέσανε, κι οι δυο ξεψυχισμένες.


Μετάφραση από τα σερβικά Ηλίας Λάγιος και Ισμήνη Ραντούλοβιτς
.............................................................................................................................................................................



Λαζάρ και Πετκάνα (Βουλγαρία)

Πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
γυναίκα να γεννάει
γιους τριδυμάρια τρεις φορές,
να κάμει εννιά αδέλφια,
εννιά αδέλφια τρίδυμα,
μια κόρη, την Πετκάνα.
Κι η μάνα όλα τα πάντρεψε
και νοικοκύρεψε τα
μόν’ η Πετκάνα έμεινε κι
ήρθαν να τη γυρέψουν,
για την Πετκάνα έρχονται,
δέκα χωριά απ’ αλάργα.
Μα την Πετκάνα η μάνα της
μακριά πολύ δε δίνει.
Μήτ’ η Πετκάνα θενα ‘ρθεί
μήτε θα πάει κι η μάνα.
Κι ο Λάζαρ ο τρανός της γιος
της μάνας του της λέγει:
—Για δώσ’ την μάνα, δώσ’ τηνα
κι είμαστε εννιά αδέλφια
κι αν μια φορά ο καθένας μας
σε πάει στην Πετκάνα,
εννιά φορές θε να τη δεις
κι εννιά φορές θα γίνει.
Κι η μάνα του τον άκουσε,
ταίριαξε την Πετκάνα.
Την Πέτκα νοικοκύρεψε
δέκα χωριά αλάργα.
Με γάμο και αν ήρθανε
να πάρουν την Πετκάνα,
κλαίγ’ η Πετκάνα, μύρεται,
δε στέργει να τη δώκουν
τι ‘ταν μακριά, πολύ μακριά,
δέκα χωριά αλάργα.
Σαν βγήκ’ η Πέτκα απ’ την αυλή
μαύρη πανούκλα μπήκε.
Τους σκότωνε, τους σκότωνε
η μαύρη η πανούκλα,
τα σκότωσε, τα ξέκανε
και τα εννιά αδέλφια
κι εννιά νυφάδες, όλες νιες—
αφήκ’ εννιά αγγόνια.
Σαν ήρθε ψυχοσάββατο
χύν’ το κρασί η μάνα,
χύν’ το κρασί στα μνήματα
κι όλους τους μνημονεύει,
στου Λάζαρου τα χώματα
κρασί δε χύν’ η μάνα,
δε χύν’ η μάνα το κρασί,
δέν τονε μνημονεύει,
βαριά πολύ η μάνα του
τον Λάζαρ καταριόταν:
-Να γκρεμιστείς, μπρε Λάζαρε,
η γης να μη σε στέργει
που την Πετκάνα μ’ έδωκες
και γνωριμιά δεν έχω,
μήτε να πάγω δύναμαι
μήτε κι η Πέτκα να ‘ρθε.
Κι ο Λάζαρ απ’ το μνήμα του
τον Θεό παρακαλούσε:
-Θέ μου, ακούς και βλέπεις πώς
η μάνα μ’ με γκρεμίζει;
Για δωσ’ μου, Θεέ μου, δώσε μου
χώμα – αλαφρό κορμάκι
κιβούρι – γρήγορο φαρί
κι αυτό το σταυρουλάκι
κάμε το κίτριον φλασκί
να πάγω στην Πετκάνα.
Να πάγω, Θέ μου, να τη βρώ
στη μάνα να τη φέρω,
τι μένα η μανούλα μου
πολύ με καταριέται.
Και το παράπονο ο Θεός
περίσσα επόνεσέ το.
Το ‘καμ’ ο Κύριος, το ‘καμε:
χώμα – αλαφρό κορμάκι
κιβούρι – γρήγορο φαρί
κι αυτό το σταυρουλάκι
το ‘καμε κίτρινο φλασκί
κι ο Λάζαρ σκώθη, πάει.
Τη θύρα όντος έκρουσε
σκώθη κι ανοίγ’ η Πέτκα
κι όντας η Πέτκα τον θωρεί
τον πιάνει απ’ το χέρι.
Το χέρι το ασπάζεται,
το χέρι του φιλάει.
Το χέρι μούχλα μύριζε
γη μαύρη, χωματίλα
κι η Πέτκα λέει του Λάζαρου:
-Αδέλφι μ’, μπάτε Λάζαρε,
μούχλα τί μου μυρίζεις;
Κι ο Λάζαρος με πονηριά
γελούσε την Πετκάνα:
-Πέτκα, Πετκάνα, αδελφή μ’,
απ’ την αυλή σαν βγήκες,
η μάνα μας ξεχώρισε
και χτίσαμε εννιά σπίτια.
Βαριά σανίδια σκώσαμε,
γι’ αυτό μυρίζει μούχλα.
Γι’ άιντε Πετκάνα, αδελφή μ’,
κι η μάνα είν’ στο στρώμα,
κάνε τηνε προφταίνουμε
καν’ όχι και πεθαίνει.
Κι η Πέτκα συγυρίστηκε
και πήρανε τη στράτα.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
η Πέτκα λέει στον Λάζαρ:
-Λάζαρε, μπάτε Λάζαρε,
μούχλα τί μου μυρίζεις;
Μούχλα μυρίζεις, μαύρη γη,
κι είν’ το σαγιάκι σ’ σάπιο;
-Πέτκα, Πετκάνα, αδελφή μ’,
στη στράτα όπου μπήκα
δροσό του θέρου έπεσε,
μούσκεψε το σαγιάκι μ’,
το ρούχο δεν το στέγνωσα,
γι’ αυτό έχει σαπίσει.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
περνούν πράσινο δάσος
κι ένα πουλάκι λάλησε:
—Θεούλη μ’, Κύριε Ύψιστε,
πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
να περπατεί αντάμα
ο ζωντανός ο άνθρωπος
με τον αποθαμένο!
Κι η Πέτκα λέει του Λάζαρου:
-Λάζαρε, μπάτε Λάζαρε,
τι ν’τούτο, αδέλφι Λάζαρε,
που το πουλί λαλούσε:
Που το ‘δαν και π’ ακούστηκε
να περπατεί αντάμα
ο ζωντανός ο άνθρωπος
με τον αποθαμένο!
Κι ο Λάζαρος της έλεγε:
-Περπάτα, αδελφούλα,
εδώ ειν’ δάσος πράσινο
πό’ ‘χει λογιών πουλάκια
π’ όλες τις γλώσσες τις μιλούν
και τις καταλαβαίνουν.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
χωράφια θερισμένα,
μόν’ τα δικά τους κάθουνται.
Κι η Πέτκα λέει στον Λάζαρ:
-Λάζαρε, αδέλφι μ’, τα σπαρτά
όλα τους θερισμένα
και τα δικά σας κάθουνται;
Κι ο Λάζαρος της απαντά:
-Περπάτα, αδελφούλα μου,
κι εχτίσαμ’ εννιά σπίτια,
βαθιά κατώγια σκάψαμε,
χωράφια δεν θερίσαμ’.
Κεί που θενά ‘μπουν στο χωριό
Στην Πέτκα λέει ο Λάζαρ:
-Παν’, αδελφούλα, σπίτι μας
και σα ρωτήσ’ η μάνα
κόρη μου ποιος σε έφερε,
ευθύς να απαντήσεις:
Ο μπάτε Λάζαρ μ’ έφερε.
Κι αν δεις πως δε πιστεύει,
να, παρ’ την αρραβώνα μου,
το ασημοδαχτυλίδι,
τ’ αρραβωνοδαχτύλιδο
δώσ’ της το ασημένιο
που η μάνα μου τ’ αγόρασε
για τ’ αρραβώνιασμά μου.
Δώσ’ της το δαχτυλίδι μου
κι αυτή θα σε πιστέψει.
Εγώ θα πάω αδελφή μ’
ως τον ψηλό το λόφο,
σπαρτό μεγάλο που ‘χουμε
κι είν’ μισοθερισμένο.
Πήγ’ η Πετκάνα σπίτι τους,
κλαίγαν εννιά εγγόνια,
η μάνα της τα ‘σύχαζε
κι η Πέτκα τής φωνάζει:
—Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε,
έλα μου, σήκω, μάνα.
Κι η μάνα της εχούγιαξε
‘πό μέσ’ από το σπίτι:
– Πανουκλα, δεν σου έφτανε
μπρε συ μαύρη πανούκλα,
πανούκλα που μου ξέκαμες
εννιά τρίδυμα αδέλφια
κι εννιά νυφάδες όλες νιές,
μον’ έρχεσαι ακόμα,
μπρε συ πανούκλα έρχεσαι
για εννιά μικρά αγγόνια;
Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε,
έλα μου, σήκω μάνα,
δεν είμαι ‘γω, μανούλα μου,
η μαύρη η πανούκλα,
μον’ είμαι η θυγατέρα σου,
η κόρη σου η Πετκάνα.
Τότες η μάνα άνοιξε
Και στην Πετκάνα κρένει:
-Κόρη μου, ποιος να σ’ έφερε,
δεν σ’ είδαμ’ εννιά χρόνια.
-Ο μπάτε Λάζαρ μ’ έφερε.
Κι η μάνα της τής λέγει:
-Ψέματα, θυγατέρα μου,
λέγε σ’ όποιονε θέλεις,
τη μάνα σ’ όμως δεν μπορείς
με ψέματα να παίζεις.
Ο Λάζαρ το αδέλφι σου
παν’ τώρα εννιά τα χρόνια,
Πετκάνα, που τον ξέκαμε
η μαύρη η πανούκλα.
Κι η Πέτκα λέει στη μάνα της:
-Σα δε πιστεύεις, μάνα,
να, παρ’ την αρραβώνα του,
τ’ ασημοδαχτυλίδι,
τ’ αρραβωνοδαχτύλιδο,
που του ‘χεις αγοράσει.
Και η γριά μανούλα της
βλέπει το δαχτυλίδι,
και τότε την επίστεψε
την κόρη της Πετκάνα.
Κι οι δυο αντάμα κλαίγανε
ώσπου κι οι δυο απόθαναν.


Μετάφραση από τα βουλγαρικά Δημήτρης Άλλος

...........................................................................................................................................................................




Κωνσταντής και Δοκίνα (Αλβανία)
Ανήμερα το Μέγα Πάσχα
σφάξαν βόδι στο χωριό,
πήγα πήρα μιαν οκά
το’ ριξα στον τέντζερη.
Βγήκα μέχρι την αυλή,
για να φέρω κούτσουρα,
να σου, ήρθε ένα στοιχειό
κι έπεσε στον τέντζερη
και φαρμάκωσε τους γιους μου,
εννιά γιους κι εννιά νυφάδες
κι εννιά με τα μωρά τους.
Μου αδειάσαν εννιά κούνιες,
μου καήκαν εννιά προίκες,
εννιά όπλα βουβαθήκαν.
Κωσταντή, κακό ν’ ακούσεις
που την πάντρεψες στα ξένα
τη Δοκίνα μας, αλάργα
πέρα από τρία βουνά.
Ανήμερα το Μέγα Πάσχα
η Δοκίνα χόρευε.
Ο Κωσταντής βγήκε απ’ τον τάφο,
άλογο του έγιν’ η πέτρα,
και το χώμα σέλα του,
τρέχοντας πάει στη Δοκίνα.
—Καλώς ήρθες, αδερφέ μου.
Αν μου ήρθες για καλό,
να ντυθώ σαν γερακίνα,
κι αν μου ήρθες για κακό,
να ντυθώ σαν καλογριά.
—Έλα, αδερφή, ως είσαι.
Στ’ άλογο την ανεβάζει,
τα πουλιά στο δρόμο λέγαν:
— Τσιλιβίου, βίου, βίου
τη Δοκίνα μας, αλάργα
ίσως να ‘ναι ο αγέρας.
—Είδατε; Δεν είδατε;
Περπατάει λευκή πουλάδα
η ζωντανή με τον νεκρό.
Φτάσανε στην εκκλησία:
—Πήγαινε εσύ, Δοκίνα,
εγώ πάω στο άγιο βήμα,
το ‘χω εκεί το σπίτι μου.
Πήγε χτύπησε την πόρτα:
—Ποιος να είναι που χτυπάει;
Μήπως μια κακιά γυναίκα,
μήπως η ίδια η χολέρα,
που μου πήρε τα παιδιά μου;
—Μάνα, άνοιξε την πόρτα,
η μοναχοκόρη σου είμαι.
—Και ποιος σ’ έφερε, Δοκίνα;
—Μ’ έφερε ο Κωνσταντίνος.
—Τι μου λες, ο Κωνσταντίνος,
τρία χρόνια μες στο χώμα
και δεν έλιωσε ακόμα;
Στο κατώφλι η μια κι η άλλη
σπάσαν σαν κρασιού φιάλη.
.................................................................................................................................................................
Η υπόθεση του τραγουδιού, ωστόσο, ΄"ταξίδεψε" και πιο μακριά από τα όρια των Βαλκανίων...


Λεονώρα  Γκότφριντ Μπύργκερ (Γερμανία)                        
                          Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης


αναφορά στην επιστροφή από τον πόλεμο ενός νεκρού καβαλάρη ώστε να πάρει μαζί του την αγαπημένη του)
"Για πες μου, πες, αγάπη μου, πού έχεις το κονάκι;
Πού, πώς το κρεββατάκι;"
"Μακρυά!... μ' έξι σανίδια μεγάλα κι' άλλα δύο
Μικρά!... ήσυχο, κρύο!..."
"Είν' εκεί τόπος και για με;" "Για σένα και για μένα.
Ντύσου και ρίξου ευθύς!
Τους καλεσμένους 'κει θαυρής,
Που καρτερούν για σένα."

Η αγαπημένη λυγερή μ' ασπούδα ευθύς εντύθη
Και 'ς τα καπούλια εχύθη.
Ωσάν τα κρίνα κάτασπρα τα δυο της χέρι' απλόνει
Και αγκαλιαστά τον ζώνει.
Κ'εμπρός,εμπρός, φεύγουν, χωπ,χωπ! ο περασμός βροντάει,
Κ' εκεί που πιλαλούν,
Τ' άτι και αυτοί λεχομανούν,
Χώμα, φωτιά, ξεσπάει.

Πώς όλα εφεύγαν γύρω τους δεξιά, ζερβιά μεριά τους
Εμπρός 'ς τα βλέμματά τους!
Πώς ετρίζαν η γέφυραις, πώς φεύγαν τα λιβάδια,
Οι κάμποι και τα σιάδια!
"Ζήτω! Οι νεκροί τρέχουν γοργά! πώς λάμπει το φεγγάρι!
Σκιάζεσαι τους νεκρούς;"
"Όχι, όχι!... Αλλ' άφησ' τους νεκρούς!
Σου το ζητώ για χάρι."

'Aκου κοράκων σάλαγος και ψάλσιμο αντηχάει!
Κουδούνισμα βογγάει!
Λαλούν καμπάναις! νεκρικά ψάλλουν. "Βαθυά 'ς το χώμα
Ας θάψουμε το σώμα!"
Και μ' ένα νεκροκρέββατο λείψανο ιδού! πλησιάζει.
Το ψάλσιμον πολύ,
Με των καρλάκων τη φωνή,
Που ηχά 'ς τους βάλτους, 'μοιάζει.

"Έπειτ' απ' τα μεσάνυχτα θάψετ' εσείς το σώμα
Με μυρολόι 'ς το χώμα!
Τώρα τη νύφη μου τη νεια 'ς το σπίτι παίρνω. ελάτε!
'Σ το γάμο μας τρεχάτε!
Κόπιασε, ψάλτη, με πολλούς για να καλοναρχίσης
Με ψάλσιμο βραχνό!
Έλα, παπά, πριν πάμε οι δυο
'Σ την κλίνη, να ευλογήσης!"

Σιγούν καμπάναις... ψάλσιμο...! το νεκρικό κρεββάτι
Εχάθηκε. τρεχάτοι
Του καβαλλάρη τη φωνή μόλις αυτοί γροικήσαν,
Κατόπι τους χουμήσαν.
Και πάντα εμπρός, εμπρός, χωπ, χωπ! ο περασμός βροντάει,
Κ' εκεί που πιλαλούν,
Τ' άτι και αυτοί λεχομαχούν,
Χώμα, φωτιά, ξεσπάει.

Δεξιά, ζερβιά, φράχτες, βουνά και δάση, πώς περνούσαν,
Τι γλήγορα επετούσαν!
Δεξιά, ζερβιά, ζερβιά, δεξιά, χώραις, χωριά, πηγαίναν,
Σαν αστραπαίς διαβαίναν!
"Ζήτω! Οι νεκροί τρέχουν γοργά! πώς λάμπει το φεγγάρι!
Σκιάζεσαι τους νεκρούς;"
"Ήσυχους άφησ' τους νεκρούς,
Σου το ζητώ για χάρι!"

Και 'ς το βασανιστήριο, 'δες! πώς του τροχού τ' αξόνι
Χορεύοντας το ζώνει
Αέρινη στοιχειλογιά, που φεγγαροφωτίζεται
Και μόλις ξεχωρίζεται.
"Αι! σεις! ακολουθάτε μας! κατόπι μας τρεχάτε!
Του γάμου το χορό,
'Aμα 'ς την κλίνη πάμε οι δυο,
Να μας χορέψτ' ελάτε!"

Κι' όλο το πλήθος, χους, χους, χους! κατόπι του όλο πάει,
Με θόρυβο πηδάει,
Ωσάν τα φύλλα τα ξερά, σαν ρούφουλας περάση
Ανάμεσα 'ς τα δάση.
Κ' εμπρός, εμπρός φεύγουν, χωπ!χωπ! ο περασμός βροντάει
Κ' εκεί που πιλαλούν,
Τ' άτι και αυτοί λεχομανούν,
Χώμα, φωτιά, ξεσπάει.

Πώς όλ' η φύσι γύρω τους φεγγαροφωτισμένη
Πετώντας πώς διαβαίνει!
Τα ύψη επάνω πώς πετούν των ουρανών τα αιθέρια,
Μαζή μ' όλα τ' αστέρια!
"Ζήτω! Οι νεκροί τρέχουν γοργά! πώς λάμπει το φεγγάρι!
Σκιάζεσαι τους νεκρούς;"
"Ωιμέναν! 'Aφησ' τους νεκρούς!
Σου το ζητώ για χάρι!"

"Μαύρε! λαλεί, μου κάζεται, ο πετεινός... κ' η ώρα
Θε να περάση τώρα...
Σαν της αυγής μυρίζομαι, μαύρε, τ' αέρι... χύσου,
Γοργά, γοργά! γκρεμίσου!
Ο δρόμος μας ετέλειωσε κ' η κλίν' είν' ανοιγμένη,
Η κλίν' η νυφική!
Γλήγορα τρέχουν οι νεκροί!
Είμαστε και φτασμένοι."

Με σιδερένια κάγκελα ψηλή θύρ' αγναντεύει,
Κ' εκεί καβαλλικεύει
Μ' ορμήν ακράτητη. βιτσιά 'ς τα μάνταλα χτυπάει,
Κι' όλα μαζή τα σπάει.
Πετιώνται τα θυρόφυλλα και 'ς τα μνημούρια 'κείνοι
Ανάμεσα περνούν.
'Σ το φως οι τάφοι ασπρολογούν
Που το φεγγάρι χύνει.

Και τήρα εκεί! για τήρα εκεί! Τι φριχτό θάμμα εγίνη
Με μιας την ώρα εκείνη!
Του καβαλλάρ' η αρματωσιά, σαν ίσχνα χαλασμένη,
Πέφτει κομματιασμένη.
Γυμνό καύκαλο εγίνηκεν η κεφαλή του όλη,
Σκέλεθρο το κορμί.
Δρεπάνι 'ς τό 'να του κρατεί
Και 'ς τ' άλλο μαντζαρόλι.

Ψηλά τα πόδια σήκονε τ' άλογο, εν ω φυσούσε,
Και σπίθας επετούσε.
Και χούι! ξάφνου από κάτου της 'ς της γης τα μαύρα βάθη
Εβούλιαξε κ' εχάθη.
Ούρλιασμ' ακούεται από ψηλά, μέσα 'ς το λάκκο ηχάει
Κλάψιμο από βαθυά,
Και της Λεονώρας η καρδιά
'Σ τα λοίστια σπαρταράει.

Και να! 'ς το φως του φεγγαριού εχόρευαν τριγύρω
'Σ ένα μεγάλο γύρο,
Ουρλιάζοντας εχόρευαν αντάμα οι βρυκολάκοι
Μ' αυτό το τραγουδάκι.
"Με το Θεό μη ραθυμάς! κι' αν την καρδιά ραΐση
Η θλίψη, υπομονή!
Το σώμα χάνεις. την ψυχή
Θεός ας ελεήση!"
διαβάστε ολόκληρο το έργο εδώ:

................................................................................................................................................................................

Το να καλείται ο νεκρός να βγει από τον τάφο για να βοηθήσει σε μια δύσκολη κατάσταση "ανακάλεμα" απαντάται με χαρακτηριστικό τρόπο στον σπουδαίο τραγικό ποιητή:

Αισχύλος, Πέρσες 628-680 (μτφ. Ι. Γρυπάρης)

















Σεβαστή βασίλισσα των Περσών
στέλνε λοιπόν και συ τις χοές σου
στα βασίλεια του Άδη απ' τη γη
κι εμείς θα ζητήσουμε με ύμνους
να σταθούν βοηθοί μας.
Μακάριοι εσείς θεοί του κάτω κόσμου
ανεβάστε ξανά την ψυχή του στο φως
γιατί αυτός, που ξέρει απ' όλους καλύτερα,
μπορεί να βρει στα βάσανά μας γιατρικό,
αυτός μόνο το τέλος μπορεί να μας πει.
Άραγε με ακούει ο μακαρισμένος
ο ισόθεος βασιλιάς
που σε γλώσσα γνώριμη, περσική,
τον φωνάζουν με κλάματα και μοιρολόγια
και με θλιβερά ξεφωνητά;
Όσο μπορώ ψηλότερα θα διαλαλήσω
τη μαύρη συμφορά που μας βρήκε.
Άραγε μ' ακούει βαθιά μες απ' τον τάφο του;
Αλλά, εσύ, Γη,
και σεις οι άλλοι άρχοντες των νεκρών,
αφήστε από τα βασίλειά σας ν' ανεβεί στο φως
η μακαρισμένη, περήφανη ψυχή
ο Θεός των Περσών που γεννήθηκε στα Σούσα.
Στείλτε τον επάνω αυτόν
που όμοιό του ώς τώρα δεν έχει σκεπάσει
το χώμα της Περσίας.
Πόσο πολύ αγαπητός είναι ο άντρας,
πόσο πολύ αγαπητός ο τάφος
που σκεπάζει μια τόσο αγαπημένη ψυχή.
Αιδωνέα, στείλε τον ν' ανεβεί σε μας
στείλε τον έξω στο φως, Αιδωνέα, το Δαρείο, τον ασύγκριτο βασιλιά μας.
Γιατί εκείνος ποτέ δεν επήγαινε
να καταστρέψει το στρατό του
σε άδικες πολεμικές συγκρούσεις.

 [πηγή: Ι. Γρυπάρης, Οι τραγωδίες του Αισχύλου, Εστία, Αθήνα 1938]

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου