Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Νεοέλληνας και διάλογος



Στο διάλογο πηγαίνουμε για να σώσουμε την αλήθεια
όχι τις ιδέες μας




Ο Νεοέλληνας είναι συζητητικός. Έχει την τάση να εκφράζεται και προπαντός να σχολιάζει, να ρωτά για τα κάθε λογής γεγονότα και μορφής συμβάντα. Η τάση του αυτή καθεαυτή δεν είναι καθόλου κακή. Τουναντίον, φανερώνει την κοινωνικότητά του, τα ενδιαφέροντά του για ζητήματα και προβλήματα της ατομικής και συλλογικής προκοπής.



            Ωστόσο, παρά τις τάσεις του αυτές σκοντάφτει στη συζήτηση, στο διάλογο. Αποδεικνύεται πως δεν ξέρει να συζητεί και τούτο, γιατί δεν τηρεί ή αγνοεί τις προϋποθέσεις του σωστού και καρποφόρου διαλόγου. Και όταν απλώς τις γνωρίζει ή τις υποθέτει, υποκύπτει στις αδυναμίες και τα ελαττώματά του και δεν καταλήγει σε συμπέρασμα, δεν συζητεί, δεν διαλέγεται, παρά νομίζει ότι συζητεί ή πως διαλέγεται, ενώ ουσιαστικά μονολογεί.



Για να γίνεται, όμως, καρποφόρος ο διάλογος, πρέπει να τηρούνται κατά την εξέλιξή του, την πορεία του, από τους συνομιλητές ορισμένες προϋποθέσεις που χωρίς την τήρηση, βέβαια, αυτών των βασικών προϋποθέσεων δεν μπορούμε να φτάσουμε σε καρποφόρο αποτέλεσμα. Μια βασική προϋπόθεση για την καλή πορεία και την πετυχημένη έκβαση μιας συζήτησης, ενός διαλόγου, είναι η αυτοπειθαρχία των συζητούντων, κάτι για το οποίο, δυστυχώς, δεν μπορούμε να υπερηφανευόμαστε. Την έλλειψη αυτοπειθαρχίας μας την αποδίδουμε – συνήθως δικαιολογώντας τον εαυτό μας – στο μεσογειακό κλίμα. Όμως, με κανένα λόγο δεν φταίει το ήρεμο, ήπιο, γλυκό, θαλπερό κλίμα μας με τον πάντα ξάστερο ουρανό μας παρά φταίει η έλλειψη σε επάρκεια διαπαιδαγώγησής μας. Αφηνόμαστε στις στιγμιαίες καταστάσεις οξυθυμίας, απόδειξη πως μας λείπει ο έλεγχος του εαυτού μας.



Η υπομονή, επίσης, είναι μια σπουδαία αρετή. «Μας την έπεμψεν ο Θεός» μας λέγει ο εθνικός ποιητής μας, ο Σολωμός. Δυστυχώς, δε διακρινόμαστε γι’ αυτή τη σημαντική αρετή που μπορεί να προωθήσει και να εξελίξει το διάλογο προς καρποφόρο και παραγωγικό αποτέλεσμα. Ο Νεοέλληνας, κατά κανόνα, μπαίνει μέσα στη συζήτηση προτού να τελειώσει εκείνος που μιλά τον κύκλο των σκέψεών του. Διακόπτουμε απότομα τη συζήτηση χωρίς να λαβαίνουμε υπόψη μας καθόλου τον ειρμό των λόγων του. Διακόπτουμε για να αντικρούσουμε κάτι που δεν έχει ακόμη εκφράσει ο συνομιλητής μας, απλά και μόνο επειδή νομίζουμε ότι αυτό σκόπευε να πει. Κι εδώ είναι το περίεργο, που θέλουμε να εκφράσουμε στο συνομιλητή μας έννοιες, απόψεις και σκέψεις που αυτός δεν έκανε ούτε πρόκειται να πει, μια και δεν τις σκέφθηκε.



Μια άλλη προϋπόθεση του επιτυχημένου διαλόγου είναι να κρατά κανείς στάση αξιοπρεπή απέναντι στη γνώμη ή στις γνώμες των άλλων. Να προσέχει τα λεγόμενα των συνδιαλεγομένων του, να σέβεται τις απόψεις τους και ακόμη περισσότερο να τις ανέχεται. Πράγμα που δυστυχώς δεν το συναντούμε, παρά κάπως και μόνο σπάνια στο διάλογο των Νεοελλήνων.


Η συζήτηση είναι σκέψη, είναι σειρά συλλογισμών, πορεία του νου. Διαλέγεται εποικοδομητικά εκείνος που σκέπτεται σωστά και καθαρά. Αν θέλουμε λοιπόν να σκεφτόμαστε και συζητούμε σωστά και αντικειμενικά, θα πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας πόσα πράγματα π.χ. μπορούν να εμφιλοχωρήσουν στη νοητική διαδικασία μας, που μας κάνουν να μη σκεφτόμαστε αντικειμενικά κατά το διάλογό μας. Γι’ αυτό και πρέπει να είμαστε όχι μόνο προσεκτικοί σε ό,τι αφορά τον εαυτό μας, αλλά και στο συνομιλητή μας. Όταν κανένας εξετάσει στην καθημερινή ζωή μας τη σκέψη του μέσου ανθρώπου, θα διαπιστώσει στις συζητήσεις ότι μερικά λογικά σφάλματά μας έχουν τόσο πολιτογραφηθεί στην ανατροφή των ανθρώπων, ώστε να περνούν ως ορθή σκέψη.


Στη συζήτηση επίσης κάνουμε μεγάλη χρήση της γενίκευσης. Η γενίκευση από τα επιμέρους στα πολλά είναι ένα λογικό σφάλμα στο οποίο πέφτουμε κάθε στιγμή και κάθε μέρα στη συζήτησή μας. Η γενίκευση μάς διευκολύνει, επειδή μας απαλλάσσει από την πολλή σκέψη. Με τη γενίκευση αποφεύγει κανένας την προσπάθεια να σκεφτεί. Το ίδιο συμβαίνει κατά τη συζήτηση, όταν κανένας προσπαθεί να απλοποιήσει· εν τούτοις, αυτή η απλοποίηση, αυτός ο τρόπος, δεν είναι πάντοτε πόρισμα του σωστού, του ορθού. Τα θέματα ή τα αντικείμενα της συζήτησης δεν είναι τόσο απλά, όσο τα φανταζόμαστε. Άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο είναι σύνθετα, περιπλεγμένα. Αλλά και η απλοποίηση απαιτεί συνεργασία σκέψης με το συνομιλητή και σε πολλά θέματα επιβάλλεται, γιατί όλοι οι άνθρωποι δεν είναι κατατοπισμένοι στις λεπτομέρειες ή στις ιδιαίτερες αποχρώσεις ή στις μορφές που παρουσιάζει ένα θέμα συζήτησης.




Τις περισσότερες, επίσης, φορές ο καθένας από τους συζητητές αντιλαμβάνεται τα πράγματα σχεδόν πάντα με το δικό του τρόπο. Έπειτα αλλιώς εννοεί ο καθένας το περιεχόμενο μιας λέξης ή μιας έννοιας ενός όρου και αλλιώς ο άλλος. Η ακριβολογία δεν είναι κάτι το συνηθισμένο. Ακόμη κι όταν δύο άνθρωποι λένε το ίδιο πράγμα, ποτέ δεν είναι απόλυτα το ίδιο. Και όταν ακόμα οι λέξεις δεν έχουν περισσότερες από μία σημασίες.



Αρκετές πάλι φορές πέφτουμε σε συλλογιστικά λάθη από τη βιασύνη μας. Ας μη μας κακοφαίνεται, ο Νεοέλληνας ρέπει προς την επιπολαιότητα, αυτή που αντιμάχεται την ορθή σκέψη. Έτσι, καταλήγουμε σε λανθασμένα συμπεράσματα. Η βιασύνη μας στην εξαγωγή συμπερασμάτων χωρίς επαρκείς λόγους μάς οδηγεί – το λιγότερο – στην πλάνη. Μια πλάνη από την οποία μπορούμε να απελευθερωθούμε, όταν ερευνήσουμε περισσότερο το θέμα ή όταν αποκτήσουμε την πείρα μας από νέα γεγονότα.


Μια άλλη, τέλος, βασική προϋπόθεση για να προκόψει ένας διάλογος είναι η αποπροσωποποίησή του. Δυστυχώς ο Νεοέλληνας δεν αποπροσωποποιεί σχεδόν ποτέ τις συζητήσεις του. Γι’ αυτό και στις συζητήσεις μας παρατηρεί κανείς να παρουσιάζεται ετούτο το φαινόμενο: Ύστερα από τις πρώτες φράσεις οι περισσότεροι χάνουμε το θέμα μας και στη θέση του τοποθετούμε τον εαυτό μας, οπότε η συζήτηση αναπόφευκτα μετατρέπεται σε προσωπική διένεξη. […]



(Ι. Ξηροτύρης)

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

ΠΑΡΑΔΟΣΗ και ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ στην ΠΟΙΗΣΗ (φάση Α΄)



Με τραγουδάνε οι τρελοί και οι αλήτες
καταραμένη είμαι φυλή
με μιαν εξόριστη ψυχή
σ' άλλους πλανήτες




Σε βρίσκει η ποίηση  (Τίτος Πατρίκιος)
Ι

Εκεί που αναρωτιέσαι για πράγματα που πρώτη φορά
αντικρίζεις
για πράγματα χιλιοειπωμένα που έχουν πια περάσει
για πράγματα που ξαφνιάζουν κι ας γίνονται κάθε μέρα
για πράγματα που έλεγες δεν θα συμβούν ποτέ
και τώρα συμβαίνουν μπρος στα μάτια σου
γι´ άλλα που επαναλαμβάνονται μ´ελάχιστες παραλλαγές
για πράγματα που πουλιούνται μόλις πιάσουν
κατάλληλη τιμή
για πράγματα που σάπισαν με το πέρασμα του καιρού
ή που ήσαν σάπια απ ' την αρχή και δεν το έβλεπες
εκεί που απορείς για πράγματα που μπόρεσες να κάνεις
για πράγματα σοβαρά ή ανόητα που ρίσκαρες τη ζωή σου
για πράγματα σημαντικά που τα κατάλαβες αργότερα
για πράγματα που τα φοβήθηκες κι απέφυγες 
ν´αναλάβεις
για πράγματα που τα προγραμμάτισες και δεν σου βγήκαν
γι´ άλλα που τα σχεδίασαν άλλοι και βγήκαν διαφορετικά
για πράγματα που σου έτυχαν χωρίς να τα περιμένεις
για πράγματα που μόνο τα ονειρεύτηκες
και κάποτε, μία στις χίλιες πραγματώθηκαν...

Εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση.


Νίκος Εγγονόπουλος : Ποιητής και Μούσα



Τι είναι η Ποίηση για τους ποιητές


Για το Νάσο Βαγενά: «Το ποίημα είναι ένα νησί. Μπορείς να πας σ’ αυτό με πλοίο. Το ζήτημα είναι αν μπορείς να πας κολυμπώντας»



Για τον Ελύτη: « Αυτό είναι στο βάθος η ποίηση, η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει, να γίνεσαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμα κι όταν ουρανός δεν υπάρχει. Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη στιγμή, όταν καταφέρνει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια». Αλλά και: «Η ποίηση είναι το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας».







             Για τον Εμπειρίκο:
«Η Ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου».






  Για το Νίκο Καρούζο:
«Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ’μαθα/ τι είναι τα ποιήματα./Είναι πληγώματα/ίν’ ομοιώματα/ φενάκη/ φρεναπάτη;/ Φρενάρισμα ίσως; /ταραχώδη κύματα; /τί είναι τα ποιήματα;/ Είν’ εκδορές απλά γδαρσίματα;/ είναι σκαψίματα;/ Είναι ιώδιο;/ Είναι φάρμακα;/ είναι γάζες επίδεσμοι/ παρηγόρια ή διαλείμματα;/ Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα./Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης».



           Για τον Καρυωτάκη:
«Μας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησις/ είναι το καταφύγιο που φθονούμε».





            Για το Λειβαδίτη:
«Η ποίηση είναι ένα αίνιγμα από συνηθισμένα λόγια» Αλλά και «… ένα παιχνίδι / που τα χάνεις όλα/ για να κερδίσεις ίσως / ένα άπιαστο αστέρι».




 Για τον Παυλόπουλο η Ποίηση είναι ένα είδωλο άπιαστο: «Μια πόρτα ανοιχτή, για την οποία αιώνες τώρα/φτιάχνονται ατέλειωτες αρμαθιές αντικλείδια».



 Για το Σαραντάρη:
«Η ποίηση είναι / εκείνος ο εαυτός μας/ που δεν κοιμάται ποτέ»






         

        Για το Σαχτούρη:
  «Λανθάνουσα κοινή ανθρώπινη ανάγκη  για ουρανό».



 Για το Σεφέρη:
«Η Ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα», «Το χρυσό δίχτυ,/ όπου τα πράγματα σπαρταρούν/ σαν ψάρια» και «Είναι πολλά παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας».